- ἐμοῖς
- ἐμέωvomitfut opt act 2nd sg (attic epic doric)ἐμέωvomitpres opt act 2nd sg (attic epic doric)ἐμόςminemasc/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σοφὴν δὲ μισῶ μὴ γὰρ ἐν γ’ἐμοῖς δόμοις. — См. Синий чулок … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κἀμοῖς — ἀ̱μοῖς , ἁμός 1 masc/neut dat pl ἀμοῖς , ἀμόω hang pres opt act 2nd sg ἀμοῖς , ἀμόω hang pres subj act 2nd sg ἀμοῖς , ἀμόω hang pres ind act 2nd sg ἐμοῖς , ἐμέω vomit fut opt act 2nd sg (attic epic doric) ἐμοῖς , ἐμέω vomit pres opt act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Синий чулок — Синій чулокъ. Ср. Но также синяго чулка Въ ней не было примѣты: Не трактовала съ высока Ученые предметы. Некрасовъ. Прекрасная партія. Ср. Къ нему барыня привязалась, изъ нашихъ русскихъ, синій чулокъ какой то, уже не молодой и не красивый, какъ… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επηχώ — ἐπηχῶ, έω (AM) 1. αντηχώ, αντιλαλώ («κλαίουσι συνναύταις ἐμοῑς... ἐπήχει δ ἄντρον», Ευρ.) 2. κάνω κάτι να αντηχήσει αρχ. 1. κραυγάζω 2. αναφέρω κάτι σε κάτι άλλο … Dictionary of Greek
οίδα — (ΑΜ οἶδα, Α αιολ. τ. ὄϊδα) 1. γνωρίζω, ξέρω (α. «ὅς ᾔδη τά τ ἐόντα τά τ ἐσσόμενα πρό τ ἐόντα», Ομ. Ιλ. β. «ἴστω ὑπὸ τοῡ ἀδελφοῡ ἀποθανών», Ηρόδ.) 2. φρ. α) «ἕv οἶδα ὅτι οὐδὲν οἶδα» ένα πράγμα γνωρίζω, ότι τίποτε δεν γνωρίζω β) «οὐκ οἴδασι τί… … Dictionary of Greek
οικούρημα — οἰκούρημα, τὸ (Α) [οικουρώ] 1. η φύλαξη τού σπιτιού («πικρὸν τόδ οἰκούρημα δεσπόταις ἐμοῑς», Ευρ.) 2. η διαμονή στο σπίτι, η οικουρία 3. φρ. «φθείρω οἰκουρήματα» διαφθείρω τις γυναίκες που μένουν στο σπίτι … Dictionary of Greek
παρασπίζω — Α 1. φέρω την ασπίδα μου κοντά σε κάποιον 2. μάχομαι κοντά σε κάποιον, στέκομαι κοντά του κατά την μάχη 3. μτφ. («[τόξα] παρασπίζοντ ἐμοῑς βραχίοσι», Ευρ.) 4. (σχετικά με αριθμούς) τοποθετώ ανάμεσα ή στο πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσπίς, ίδος … Dictionary of Greek
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek
ύπαντα — Α επίρρ. (πιθ. γρφ. αντί ὑπαντᾷ στον Ευρ. στη φρ.) «μολὼν ὕπαντα τοῑς ἐμοῑς βουλεύμασι» επεμβαίνοντας στις αποφάσεις μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἄντα «απέναντι»] … Dictionary of Greek